πυρσοκροτώ

πυρσοκροτώ
-έω, Ν
εκπυρσοκροτώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + κροτώ (πρβλ. χειρο-κροτώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμπυρσοκρότηση — η, Ν 1. ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση από πολλά όπλα 2. ο κρότος από ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυρσοκροτώ. Η λ., στον λόγιο τ. συμπυρσοκρότησις, μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”